ακομπαστος

ακομπαστος
    ἀκόμπαστος
    ἀ-κόμπαστος
    2
    лишенный хвастливости Aesch., Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ακομπαστος" в других словарях:

  • ἀκόμπαστος — unboastful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόμπαστος — η, ο (Α ἀκόμπαστος, ον) [κομπάζω] αυτός που δεν κομπάζει, που δεν καυχιέται, ο μετριόφρων …   Dictionary of Greek

  • ακόμπαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν καυχιέται, μετριόφρονας: Ήταν άνθρωπος πολύ ικανός και ακόμπαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκόμπαστον — ἀκόμπαστος unboastful masc/fem acc sg ἀκόμπαστος unboastful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκομπάστου — ἀκόμπαστος unboastful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόμπαστα — ἀκόμπαστος unboastful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκομπος — (I) ἄκομπος, ον (Α) [κόμπος Ι] ο ακόμπαστος*. (II) η, ο [κόμπος ΙΙ] αυτός που δεν έχει κόμπους …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՊԱՐԾ — ( ) NBH 1 0229 Chronological Sequence: Early classical, 11c ԱՆՊԱՐԾ եւ ԱՆՊԱՐԾԵԼԻ. ἁκόμπαστος alienus a jactantia et ostentatione Հեռի ʼի պարծելոյ. ոչ պարծօղ. անսեթեւեթ. խոնարհ. չպարծենցօղ. *Անպարծ զարդ: Վասն անպարծելի զիրսն համարելոյ: Տե՛ս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՆՊԱՐԾԵԼԻ — ( ) NBH 1 0229 Chronological Sequence: Early classical, 11c ԱՆՊԱՐԾ եւ ԱՆՊԱՐԾԵԼԻ. ἁκόμπαστος alienus a jactantia et ostentatione Հեռի ʼի պարծելոյ. ոչ պարծօղ. անսեթեւեթ. խոնարհ. չպարծենցօղ. *Անպարծ զարդ: Վասն անպարծելի զիրսն համարելոյ: Տե՛ս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»